βιβλιόφιλος

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Greek Monolingual

ο
εκείνος που αγαπά, συλλέγει και μελετά διάφορα βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + -φίλος < φίλος (πρβλ. γαλλ. bibliophile). Η ελλ. λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη].