βούκερως: Difference between revisions
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(7) |
(3) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βούκερως]], -ων (-ω) και [[βουκέραος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βούκερως]] [[παρθένος]]» η Ιώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> <span style="color: red;"><</span> <b>γεν.</b> <i>κέρα</i> (<i>σ</i>) <i>ος</i> της λ. [[κέρας]]. | |mltxt=[[βούκερως]], -ων (-ω) και [[βουκέραος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βούκερως]] [[παρθένος]]» η Ιώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> <span style="color: red;"><</span> <b>γεν.</b> <i>κέρα</i> (<i>σ</i>) <i>ος</i> της λ. [[κέρας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βούκερως:''' -ων ([[κέρας]]), γεν. <i>-ω</i>, αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού ή της αγελάδας, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 456] ων, 1) = βουκέραος, Her. 2, 41; Aesch. Prom. 590 u. sp. D. – 2) = vorigem, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βούκερως: -ων, γεν.-ω, ὁ ἔχων κέρατα ὥς τις βοῦς, Ἡρόδ. 2. 41· β. παρθένος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 588. ΙΙ.=τῷ προηγ., Διοσκ. 2. 124.
Spanish (DGE)
-ων
• Morfología: [gen. -ω A.Pr.588]
1 de cuernos de vaca o toro παρθένος A.Pr.l.c., Ἴακχος S.Fr.959, τῆς Ἴσιος ἄγαλμα Hdt.2.41, cf. Lib.Or.11.114.
2 subst. ὁ β. bot. fenogreco, alholva Dsc.2.102.
Greek Monolingual
βούκερως, -ων (-ω) και βουκέραος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού
2. φρ. «βούκερως παρθένος» η Ιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -κέρως < γεν. κέρα (σ) ος της λ. κέρας.
Greek Monotonic
βούκερως: -ων (κέρας), γεν. -ω, αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού ή της αγελάδας, σε Ηρόδ., Αισχύλ.