γαπετής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(8)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γαπετής]], -ές (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]].
|mltxt=[[γαπετής]], -ές (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=γᾱπετής -ές [γῆ, [[πίπτω]] Dor., ter aarde gevallen.
}}
}}

Revision as of 06:10, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tombé à terre.
Étymologie: γῆ, πίπτω.

Spanish (DGE)

-ές
caído en tierra ὀδόντες de los dientes del dragón de Tebas, E.Ph.668.

Greek Monolingual

γαπετής, -ές (δωρ. τ.) (Α)
αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -πετής < πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γᾱπετής -ές [γῆ, πίπτω Dor., ter aarde gevallen.