γενειάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(8)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γενειάτης]] και [[γενειήτης]], ο (Α) [[γένειον]]<br />αυτός που έχει γένεια, ο [[γενειοφόρος]].
|mltxt=[[γενειάτης]] και [[γενειήτης]], ο (Α) [[γένειον]]<br />αυτός που έχει γένεια, ο [[γενειοφόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γενειάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, [[γενειοφόρος]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενειάτης Medium diacritics: γενειάτης Low diacritics: γενειάτης Capitals: ΓΕΝΕΙΑΤΗΣ
Transliteration A: geneiátēs Transliteration B: geneiatēs Transliteration C: geneiatis Beta Code: geneia/ths

English (LSJ)

[ᾱ], Ep. and Ion. γενει-ήτης, ου, ὁ,

   A bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. γενει-ᾶτις, τρίγλα Sophr.31; Ion. γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12.

Greek (Liddell-Scott)

γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, Θεόκρ. 17. 33· Ἰων.–ειήτης Καλλ. εἰς Ἄρ. 90· - θηλ.-ειᾶτις, ιδος, ἢ -εᾶτις Σώφρων· παρ΄ Ἀθην. 324F.

Greek Monolingual

γενειάτης και γενειήτης, ο (Α) γένειον
αυτός που έχει γένεια, ο γενειοφόρος.

Greek Monotonic

γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, σε Θεόκρ.