γήθυον: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(8) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γήθυον]] και γῆθυ και [[γήτειον]], το (Α)<br />[[είδος]] πράσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[γηθυλλίς]]. | |mltxt=[[γήθυον]] και γῆθυ και [[γήτειον]], το (Α)<br />[[είδος]] πράσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[γηθυλλίς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γήθυον:''' τό pl. бот. порей Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = γήτειον, Ar.Fr.5, Phryn.Com.12, Thphr.7.1.2, etc.
German (Pape)
[Seite 489] τό, Porreezwiebel, Lauch, com. Ath. a. a. O.; s. γήτειον.
Greek (Liddell-Scott)
γήθυον: τό, εἶδος πράσου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 122, Φρύν. Κωμ. Κρον. 3 · ἴδε Schneid. Θεόφρ. 3. 574 · πρβλ. γήτειον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de poireau, plante.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot. cebolla o cebolleta variedad del Allium cepa L. τῶν δὲ γηθύων ῥίζας ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσιν Ar.Fr.5, cf. Alex.179.6, Phryn.Com.12, Thphr.HP 7.1.2, Hdn.Gr.1.376, 2.486, Hsch., cf. γήτειον.
Greek Monolingual
γήθυον και γῆθυ και γήτειον, το (Α)
είδος πράσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γηθυλλίς.
Russian (Dvoretsky)
γήθυον: τό pl. бот. порей Arph.