Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γεράνι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(8)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[γεράνιον]])<br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας Γερανιίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γέρανος]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] ο [[καρπός]] του μοιάζει με το [[ράμφος]] του ομώνυμου πουλιού].———————— <b>(II)</b><br />το (Μ [[γεράνιον]]) [[γέρανος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[γερανός]], μικρό [[βαρούλκο]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[γερανός]] με ξύλινη δοκό που χρησιμοποιείται για να βγάζουν [[νερό]] από [[πηγάδι]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[γεράνιον]])<br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας Γερανιίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γέρανος]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] ο [[καρπός]] του μοιάζει με το [[ράμφος]] του ομώνυμου πουλιού].<br /><b>(II)</b><br />το (Μ [[γεράνιον]]) [[γέρανος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[γερανός]], μικρό [[βαρούλκο]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[γερανός]] με ξύλινη δοκό που χρησιμοποιείται για να βγάζουν [[νερό]] από [[πηγάδι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:38, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το (AM γεράνιον)
γένος φυτών της οικογένειας Γερανιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρανος. Το φυτό ονομάστηκε έτσι επειδή ο καρπός του μοιάζει με το ράμφος του ομώνυμου πουλιού].
(II)
το (Μ γεράνιον) γέρανος
1. μικρός γερανός, μικρό βαρούλκο
2. μικρός γερανός με ξύλινη δοκό που χρησιμοποιείται για να βγάζουν νερό από πηγάδι.