γεράνι
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Greek Monolingual
(I)
το (AM γεράνιον)
γένος φυτών της οικογένειας Γερανιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρανος. Το φυτό ονομάστηκε έτσι επειδή ο καρπός του μοιάζει με το ράμφος του ομώνυμου πουλιού].
(II)
το (Μ γεράνιον) γέρανος
1. μικρός γερανός, μικρό βαρούλκο
2. μικρός γερανός με ξύλινη δοκό που χρησιμοποιείται για να βγάζουν νερό από πηγάδι.