δακρύγελως: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ωτος), ο<br />το να δακρύζει και να γελάει [[κανείς]] ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]] <span style="color: red;">+</span> [[γέλως]]. Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> [[κλαυσίγελως]].
|mltxt=(-ωτος), ο<br />το να δακρύζει και να γελάει [[κανείς]] ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]] <span style="color: red;">+</span> [[γέλως]]. Για τον σχηματισμό [[πρβλ]]. [[κλαυσίγελως]].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

(-ωτος), ο
το να δακρύζει και να γελάει κανείς ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + γέλως. Για τον σχηματισμό πρβλ. κλαυσίγελως.