δακρύγελως

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

(-ωτος), ο
το να δακρύζει και να γελάει κανείς ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + γέλως. Για τον σχηματισμό πρβλ. κλαυσίγελως.