γύμναση: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γύμνασις]])<br />σωματική ή πνευματική [[άσκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γυμνάζομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[γυμνάζω]])].
|mltxt=η (AM [[γύμνασις]])<br />σωματική ή πνευματική [[άσκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γυμνάζομαι</i> ([[πρβλ]]. [[γυμνάζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:33, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (AM γύμνασις)
σωματική ή πνευματική άσκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. γυμνάζω)].