δαλίον: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(8) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαλίον]], το (Α)<br />[[μικρός]] [[δαλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του [[δαλός]]]. | |mltxt=[[δαλίον]], το (Α)<br />[[μικρός]] [[δαλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του [[δαλός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δᾱλίον:''' τό, υποκορ. του [[δαλός]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of δαλός, Ar.Pax959.
German (Pape)
[Seite 520] τό, dim. von δαλός, Ar. Pax 959.
Greek (Liddell-Scott)
δᾱλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ δαλός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 959.
Spanish (DGE)
(δᾱλίον) -ου, τό
tizón, pequeña antorcha Ar.Pax 959, cf. δαλός.
Greek Monolingual
δαλίον, το (Α)
μικρός δαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του δαλός].
Greek Monotonic
δᾱλίον: τό, υποκορ. του δαλός, σε Αριστοφ.