δεκαπλός: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM δεκαπλοῡς, -η, -ουν)<br />ο [[δεκαπλάσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλους]] (για το β' συνθετικό <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>πλούς</i>, <i>τρι</i>-<i>πλούς</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (AM δεκαπλοῡς, -η, -ουν)<br />ο [[δεκαπλάσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλους]] (για το β' συνθετικό [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>πλούς</i>, <i>τρι</i>-<i>πλούς</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δεκαπλοῡς, -η, -ουν)
ο δεκαπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -πλους (για το β' συνθετικό πρβλ. α-πλούς, τρι-πλούς)].