δεσποτισμός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(9) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[αυθαίρετος]] [[τρόπος]], αυταρχική [[συμπεριφορά]]<br /><b>2.</b> η [[δεσποτεία]], η [[κυριαρχία]] της θελήσεως μιας τάξεως ή ενός ατόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελλ. ξένου όρου<br / | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[αυθαίρετος]] [[τρόπος]], αυταρχική [[συμπεριφορά]]<br /><b>2.</b> η [[δεσποτεία]], η [[κυριαρχία]] της θελήσεως μιας τάξεως ή ενός ατόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελλ. ξένου όρου<br />[[πρβλ]]. γαλλ. <i>despotisme</i>. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. αυθαίρετος τρόπος, αυταρχική συμπεριφορά
2. η δεσποτεία, η κυριαρχία της θελήσεως μιας τάξεως ή ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξένου όρου
πρβλ. γαλλ. despotisme. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].