μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ο1. αυθαίρετος τρόπος, αυταρχική συμπεριφορά2. η δεσποτεία, η κυριαρχία της θελήσεως μιας τάξεως ή ενός ατόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξένου όρουπρβλ. γαλλ. despotisme. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].