Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαλύτης: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(9)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διαλύτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>οι διαλύτες</i> <b>χημ.</b><br />σώματα που διαλύουν άλλα [[χωρίς]] να προκαλείται [[αντίδραση]] (σε λανθασμένη [[μορφή]]).
|mltxt=ο (AM [[διαλύτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>οι διαλύτες</i> <b>χημ.</b><br />σώματα που διαλύουν άλλα [[χωρίς]] να προκαλείται [[αντίδραση]] (σε λανθασμένη [[μορφή]]).
}}
{{elnl
|elnltext=διαλύτης -ου, ὁ [διαλύω] verrader.
}}
}}

Revision as of 06:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλύτης Medium diacritics: διαλύτης Low diacritics: διαλύτης Capitals: ΔΙΑΛΥΤΗΣ
Transliteration A: dialýtēs Transliteration B: dialytēs Transliteration C: dialytis Beta Code: dialu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A dissolver, breaker-up, τῆς ἑταιρίας Th.3.82; εἰρήνης Procop.Pers.1.14.

Greek (Liddell-Scott)

διαλύτης: -ου [ῠ], ὁ, ὁ διαλύων, τῆς ἑταιρείας Θουκ. 3. 82. Οὐχὶ διαλυτής, ὡς ἐπιλύτης, καταλύτης, προλύτης, κλπ. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 430-435.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 condonante, que perdona una deuda ὁ μέγας τῶν χρεῶν δ. ref. a Dios, Gr.Naz.Ep.69.
2 que destruye, que acaba con τῆς ἑνώσεως Dam.in Prm.265.

Greek Monolingual

ο (AM διαλύτης)
νεοελλ.
οι διαλύτες χημ.
σώματα που διαλύουν άλλα χωρίς να προκαλείται αντίδραση (σε λανθασμένη μορφή).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλύτης -ου, ὁ [διαλύω] verrader.