διαχρίω: Difference between revisions
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΝ)<br />[[αλείφω]] σ' όλη την [[έκταση]] με [[αλοιφή]], [[πασσαλείβω]]. | |mltxt=(ΑΝ)<br />[[αλείφω]] σ' όλη την [[έκταση]] με [[αλοιφή]], [[πασσαλείβω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαχρίω:''' обмазывать (τί τινι Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A smear all over, Hp.Fist.3,9, Gp.6.9.1; τινί with a thing, Arist.HA623b30.
German (Pape)
[Seite 614] (s. χρίω), bestreichen, besalben; Hippocr.; Arist. H. A. 6, 40.
Greek (Liddell-Scott)
διαχρίω: [ῑ], ἀλείφω ἐντελῶς, Ἱππ. 889F· τινί, διά τινος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 6.
Spanish (DGE)
untar, embadurnar, ungir τούτῳ ... τὸ ἔδαφος διαχρίουσι (αἱ μέλιτται) Arist.HA 623b30, οἱ (θαυματοποιοί) ... πληγαῖς ἀστίκτοις τὰ σώματα διαχρίουσι los ilusionistas manchan los cuerpos con heridas que no dejan marca Const.Diac.Laud.M.88.508C, en v. pas. ἀσφάλτῳ διακεχρισμένη ὕλη I.BI 5.469, cf. Gr.Nyss.V.Mos.7.11, ἡ ... κόπρος αὐτοῦ διαχριομένη ἀλφοὺς ἰᾶται Cyran.3.29.6
•frec. medic. (βάλανον) ... γῇ διαχρίσας σμηκτρίδι Hp.Fist.3, c. ac. de pers. συναγχικούς Gal.12.122, frec. c. ac. de partes del cuerpo τὸ στόμα Hp.Steril.235, cf. Haem.9, Apollon. en Gal.12.979, Heraclid.207, Crit.Hist. en Gal.12.660, Archig. en Gal.12.862, Sor.46.7, Hippiatr.61.1, en v. pas. Gal.12.250, cf. Dsc.2.78.3
•tb. frec. c. ac. de la materia empleada μίλτον μίξας ὁμοῦ μέλιτι διαχριέτω Hp.Fist.9, cf. Androm. en Gal.12.991, Asclep. en Gal.12.995, χαλκάνθην Apollon. en Gal.12.1000, en v. pas. χηνὸς στέαρ ... διαχρίεσθαι Hp.Mul.1.90, cf. Apollon. en Gal.12.687, abs. Chrys.M.58.779
•empegar, embadurnar con pez τοὺς πίθους Gp.6.9.1.
Greek Monolingual
(ΑΝ)
αλείφω σ' όλη την έκταση με αλοιφή, πασσαλείβω.
Russian (Dvoretsky)
διαχρίω: обмазывать (τί τινι Arph.).