δίκταμνο: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δίκταμο]] και [[δίχταμο]], το και δίκταμος και [[δίχταμος]], ο (AM [[δίκταμνον]], το και [[δίκταμνος]], η)<br />το θεραπευτικό [[φυτό]] <i>αμάρακον dictamnum</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. <span style="color: red;"><</span> <i>Δίκτη</i>, [[ονομασία]] κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το <i>δίκταμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i><br /><i>το</i> [[επίθημα]] -<i>αμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i> πιθ. [[είναι]] αιγαιακής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> [[σφένδαμνος]], [[κάρδαμον]])]. | |mltxt=και [[δίκταμο]] και [[δίχταμο]], το και [[δίκταμος]] και [[δίχταμος]], ο (AM [[δίκταμνον]], το και [[δίκταμνος]], η)<br />το θεραπευτικό [[φυτό]] <i>αμάρακον dictamnum</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. <span style="color: red;"><</span> <i>Δίκτη</i>, [[ονομασία]] κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το <i>δίκταμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i><br /><i>το</i> [[επίθημα]] -<i>αμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i> πιθ. [[είναι]] αιγαιακής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> [[σφένδαμνος]], [[κάρδαμον]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:09, 14 January 2021
Greek Monolingual
και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η)
το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο
το επίθημα -αμ(ν)ο πιθ. είναι αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. σφένδαμνος, κάρδαμον)].