δισσάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(9) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δισσάρχης]], ο (Α)<br />αυτός που βασιλεύει [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχης</i>]. | |mltxt=[[δισσάρχης]], ο (Α)<br />αυτός που βασιλεύει [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δισσάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), [[συνάρχοντας]], [[συγκυβερνήτης]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A joint-ruling, δισσάρχαι βασιλεῖς S.Aj.390 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δισσάρχης: -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, δισσάρχαι βασιλεῖς, οἱ δύο ἄρχοντες βασιλεῖς, Σοφ. Αἴ. 390.
Spanish (DGE)
-ου
que comparte el gobierno con otro τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.Ai.389.
Greek Monolingual
δισσάρχης, ο (Α)
αυτός που βασιλεύει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -αρχης].
Greek Monotonic
δισσάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), συνάρχοντας, συγκυβερνήτης, σε Σοφ.