δυσεξήγητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξήγητος]], -ον)<br />αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο [[δυσερμήνευτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξήγητος]], -ον)<br />αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο [[δυσερμήνευτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξήγητος:''' с трудом поддающийся изложению ([[λόγος]] περὶ φύσεως Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 19:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξήγητος Medium diacritics: δυσεξήγητος Low diacritics: δυσεξήγητος Capitals: ΔΥΣΕΞΗΓΗΤΟΣ
Transliteration A: dysexḗgētos Transliteration B: dysexēgētos Transliteration C: dyseksigitos Beta Code: dusech/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to explain, Darius ap.D.L.9.13, Gal.17 (2).71.

German (Pape)

[Seite 679] schwer auseinander zu setzen; D. L. 9, 13; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξήγητος: -ον, δυσκόλως ἐξηγούμενος, δυσερμήνευτος, Δαρεῖος παρὰ Διογ. Λ. 9. 13.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explicar λόγος D.L.9.13, γραφή Gal.17(2).71, πρᾶγμα Iust.Phil.2Apol.6.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξήγητος, -ον)
αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο δυσερμήνευτος.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξήγητος: с трудом поддающийся изложению (λόγος περὶ φύσεως Diog. L.).