δυσκαταπολέμητος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσκαταπολέμητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα καταπολεμείται.
|mltxt=[[δυσκαταπολέμητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα καταπολεμείται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκαταπολέμητος:''' с трудом поддающийся завоеванию ([[Ἄραβες]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκαταπολέμητος Medium diacritics: δυσκαταπολέμητος Low diacritics: δυσκαταπολέμητος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskatapolémētos Transliteration B: dyskatapolemētos Transliteration C: dyskatapolemitos Beta Code: duskatapole/mhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to conquer, D.S.2.48.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu bekämpfen, D. Sic. 2, 48.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαταπολέμητος: -ον, δυσκατανίκητος, Διόδ. 2. 48.

Spanish (DGE)

-ον difícil de conquistar D.S.2.48.

Greek Monolingual

δυσκαταπολέμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπολεμείται.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαταπολέμητος: с трудом поддающийся завоеванию (Ἄραβες Diod.).