δυσόριστος: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα περιορίζεται<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα ορίζεται. | |mltxt=[[δυσόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα περιορίζεται<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα ορίζεται. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσόριστος:''' трудно определимый Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A difficult to adapt to a limit, Arist.Mete.378b24, GC329b32. II difficult to define, χαρακτήρ D.H.Din.5.
German (Pape)
[Seite 685] schwer zu begränzen, zu bestimmen, Dion. Hal. de Din. 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσόριστος: -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5.
Spanish (DGE)
-ον
que difícilmente adopta un límite impuestoop. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.GC 329b32, cf. Mete.378b24, Simp.in Ph.481.32, del estilo de un orador, D.H.Din.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.Or.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ δαίμων Ath.Al.M.28.536B.
Greek Monolingual
δυσόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα περιορίζεται
2. εκείνος που δύσκολα ορίζεται.
Russian (Dvoretsky)
δυσόριστος: трудно определимый Arst.