δυσαπόδεικτος: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που με [[δυσκολία]] αποδεικνύεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που με [[δυσκολία]] αποδεικνύεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσαπόδεικτος:''' -ον ([[ἀποδείκνυμι]]), αυτός που δύσκολα αποδεικνύεται, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπόδεικτος Medium diacritics: δυσαπόδεικτος Low diacritics: δυσαπόδεικτος Capitals: ΔΥΣΑΠΟΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dysapódeiktos Transliteration B: dysapodeiktos Transliteration C: dysapodeiktos Beta Code: dusapo/deiktos

English (LSJ)

ον,

   A hard to demonstrate, Pl.R.488a.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu beweisen, Plat. Rep. VI, 487 e.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπόδεικτος: -ον, δυσκόλως ἀποδεικνυόμενος, Πλάτ. Πολ. 487Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à démontrer.
Étymologie: δυσ-, ἀποδείκνυμι.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de demostrar λόγος Pl.R.487e, cf. Procl.in Alc.173.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσαπόδεικτος, -ον)
αυτός που με δυσκολία αποδεικνύεται.

Greek Monotonic

δυσαπόδεικτος: -ον (ἀποδείκνυμι), αυτός που δύσκολα αποδεικνύεται, σε Πλάτ.