εισρέω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(10)
 
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰσρέω]])<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ρέω [[μέσα]], [[εμβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για χρήματα, πλούτη <b>κ.λπ.</b>) [[εισέρχομαι]] με [[αφθονία]] («εισέρρευσαν χρήματα [[πολλά]]», «πλοῡτος εἰσρεῑ»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εισορμώ]].
|mltxt=(AM [[εἰσρέω]])<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ρέω [[μέσα]], [[εμβάλλω]]<br /><b>2.</b> (για χρήματα, πλούτη <b>κ.λπ.</b>) [[εισέρχομαι]] με [[αφθονία]] («εισέρρευσαν χρήματα [[πολλά]]», «πλοῦτος εἰσρεῑ»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εισορμώ]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM εἰσρέω)
1. (για ποταμό) ρέω μέσα, εμβάλλω
2. (για χρήματα, πλούτη κ.λπ.) εισέρχομαι με αφθονία («εισέρρευσαν χρήματα πολλά», «πλοῦτος εἰσρεῑ»)
αρχ.-μσν.
εισορμώ.