εκθύω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(10)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐκθύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] εξιλαστήρια [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με αιτ. πράγμ.) [[εξιλεώνω]], [[εξαγνίζω]] («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. [[ἄγος]]] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (μέσ. με αιτ. προσ.) [[καταπραΰνω]], [[εξευμενίζω]] («[[τίνα]] δεῑ μακάρων ἐκθυσαμένους εὑρεῑν μόχθων [[ἀνάπαυλα]]», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) <b>(απολ.)</b> [[προσφέρω]] εξιλαστήρια [[θυσία]]<br />δ) [[αποτρέπω]] ένα [[κακό]] με [[θυσία]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐκθύω]] (Α)<br />(για εξανθήματα) [[παρουσιάζομαι]] εξαιτίας πυρετού.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐκθύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] εξιλαστήρια [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] εντελώς, [[αφανίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με αιτ. πράγμ.) [[εξιλεώνω]], [[εξαγνίζω]] («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. [[ἄγος]]] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (μέσ. με αιτ. προσ.) [[καταπραΰνω]], [[εξευμενίζω]] («[[τίνα]] δεῑ μακάρων ἐκθυσαμένους εὑρεῑν μόχθων [[ἀνάπαυλα]]», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) <b>(απολ.)</b> [[προσφέρω]] εξιλαστήρια [[θυσία]]<br />δ) [[αποτρέπω]] ένα [[κακό]] με [[θυσία]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐκθύω]] (Α)<br />(για εξανθήματα) [[παρουσιάζομαι]] εξαιτίας πυρετού.
}}
}}

Revision as of 13:06, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἐκθύω (Α)
1. προσφέρω εξιλαστήρια θυσία
2. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω
3. μέσ. α) (με αιτ. πράγμ.) εξιλεώνω, εξαγνίζω («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. ἄγος] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», Ηρόδ.)
β) (μέσ. με αιτ. προσ.) καταπραΰνω, εξευμενίζωτίνα δεῑ μακάρων ἐκθυσαμένους εὑρεῑν μόχθων ἀνάπαυλα», Ευρ.)
γ) (απολ.) προσφέρω εξιλαστήρια θυσία
δ) αποτρέπω ένα κακό με θυσία.
(II)
ἐκθύω (Α)
(για εξανθήματα) παρουσιάζομαι εξαιτίας πυρετού.