ελαιουργείο: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(11)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ ἐλαιουργεῑον)<br /><b>1.</b> [[εργοστάσιο]] βιομηχανικής επεξεργασίας ελαιούχων πρώτων υλών και παρασκευής λαδιού<br />ανάλογα με το [[είδος]] της πρώτης ύλης ονομάζεται πυρηνελαιουργείο, σπορελαιουργείο κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[ελαιοτριβείο]].
|mltxt=το (Μ ἐλαιουργεῖον)<br /><b>1.</b> [[εργοστάσιο]] βιομηχανικής επεξεργασίας ελαιούχων πρώτων υλών και παρασκευής λαδιού<br />ανάλογα με το [[είδος]] της πρώτης ύλης ονομάζεται πυρηνελαιουργείο, σπορελαιουργείο κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[ελαιοτριβείο]].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 24 August 2022

Greek Monolingual

το (Μ ἐλαιουργεῖον)
1. εργοστάσιο βιομηχανικής επεξεργασίας ελαιούχων πρώτων υλών και παρασκευής λαδιού
ανάλογα με το είδος της πρώτης ύλης ονομάζεται πυρηνελαιουργείο, σπορελαιουργείο κ.λπ.
2. ελαιοτριβείο.