ελεεινολογώ: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(11)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω) (ΑΜ ἐλεεινολογοῡμαι, -έομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρίζω]] κάποιον ή μια [[κατάσταση]] ως ελεεινά, άξια να προκαλέσουν οίκτο<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] ως ελεεινό, αποκρουστικό<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διηγούμαι]] τις συμφορές για να προκαλέσω οίκτο.
|mltxt=(-έω) (ΑΜ ἐλεεινολογοῦμαι, -έομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρίζω]] κάποιον ή μια [[κατάσταση]] ως ελεεινά, άξια να προκαλέσουν οίκτο<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] ως ελεεινό, αποκρουστικό<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διηγούμαι]] τις συμφορές για να προκαλέσω οίκτο.
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΜ ἐλεεινολογοῦμαι, -έομαι)
νεοελλ.
1. χαρακτηρίζω κάποιον ή μια κατάσταση ως ελεεινά, άξια να προκαλέσουν οίκτο
2. χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι ως ελεεινό, αποκρουστικό
αρχ.-μσν.
διηγούμαι τις συμφορές για να προκαλέσω οίκτο.