ἐνερεύγομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(12)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνερεύγομαι]] (Α) [[ερεύγομαι]]<br /><b>1.</b> [[ρεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εμετό, [[ξερνώ]].
|mltxt=[[ἐνερεύγομαι]] (Α) [[ερεύγομαι]]<br /><b>1.</b> [[ρεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εμετό, [[ξερνώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνερεύγομαι:''' αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, [[ρεύομαι]] μέσα, με δοτ., σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνερεύγομαι Medium diacritics: ἐνερεύγομαι Low diacritics: ενερεύγομαι Capitals: ΕΝΕΡΕΥΓΟΜΑΙ
Transliteration A: enereúgomai Transliteration B: enereugomai Transliteration C: enereygomai Beta Code: e)nereu/gomai

English (LSJ)

   A belch on, γυίοις ἰόν Nic.Th.185: also aor.2 Act., ἔμοιγε . . τυροῦ κάκιστον . . ἐνήρῠγεν Ar.V.913.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνερεύγομαι: ἀποθ., ἐρεύγομαι ἐπάνω εἴς τινα, γυίοις ἐνερεύγεται ἰὸν Νικ. Θηρ. 185: ― ὡσαύτως κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. β΄, ἔμοιγέ τοι τυροῦ κάκιστον ἀρτίως ἐνήρῠγεν Ἀριστοφ. Σφ. 913.

Greek Monolingual

ἐνερεύγομαι (Α) ερεύγομαι
1. ρεύομαι
2. κάνω εμετό, ξερνώ.

Greek Monotonic

ἐνερεύγομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ -ήρῠγον, ρεύομαι μέσα, με δοτ., σε Αριστοφ.