ἐνεπιδείκνυμαι: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνεπιδείκνυμαι]] (Α)<br />[[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]], [[φανερώνω]]. | |mltxt=[[ἐνεπιδείκνυμαι]] (Α)<br />[[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]], [[φανερώνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνεπιδείκνῠμαι:''' проявлять, обнаруживать (πρᾳότητα ταῖς ἔχθραις Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A display in, τὴν εὔνοιαν ἔν τισι Isoc.19.24; σύνεσιν πράγμασι Ph.1.398, cf. Plu.2.90e. II abs., show off, make a display, Ph.2.28, Lib.Decl.16.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεπιδείκνῠμαι: μέσ., ἐπιδεικνύω ἐν, πρᾳότητα... ἐνεπιδείξασθαι ταῖς ἔχθαραις Πλούτ. 2. 90Ε.
French (Bailly abrégé)
seul. Moy.
montrer dans, exposer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἐπιδείκνυμαι.
Spanish (DGE)
1 mostrar, manifestar, hacer gala de c. ac. de abstr. οἷς (πράγμασι) σύνεσιν καὶ εὐβουλίαν ἐνεπιδείξεται Ph.1.398, πραότητα ... ἐνεπιδείξασθαι ταῖς ἔχθραις Plu.2.90e, τὴν σοφίαν Eus.Hierocl.26.14.
2 exhibirse Thphr.Char.5.10
•hacerse notar, quedar en evidencia ἵνα μὴ ... ἐνεπιδείκνυσθαι δοκῇ Ph.2.28, cf. Lib.Decl.16.28.
Greek Monolingual
ἐνεπιδείκνυμαι (Α)
παρουσιάζω, επιδεικνύω, φανερώνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεπιδείκνῠμαι: проявлять, обнаруживать (πρᾳότητα ταῖς ἔχθραις Plut.).