εξαμβλώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(12)
 
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξαμβλῶ, -έω) [[αμβλώ]]<br />[[προκαλώ]] [[άμβλωση]], πρόωρη [[αποβολή]] του εμβρύου<br />(«σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μάταιο («φροντίδ' ἐξήμβλωκας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαφθείρω]], [[χαλώ]] («[[ποία]] σώματος [[ἰσχύς]] οὐκ ἐξαμβλοῡται... δι' ἀμέλειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ματαιώνομαι<br />(ἵνα μὴ αὐτοῑς ἐξαμβλώσῃ ἡ [[σπουδή]]», Αιλ.).
|mltxt=(AM ἐξαμβλῶ, -έω) [[αμβλώ]]<br />[[προκαλώ]] [[άμβλωση]], πρόωρη [[αποβολή]] του εμβρύου<br />(«σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μάταιο («φροντίδ' ἐξήμβλωκας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαφθείρω]], [[χαλώ]] («[[ποία]] σώματος [[ἰσχύς]] οὐκ ἐξαμβλοῦται... δι' ἀμέλειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ματαιώνομαι<br />(ἵνα μὴ αὐτοῑς ἐξαμβλώσῃ ἡ [[σπουδή]]», Αιλ.).
}}
}}

Revision as of 18:08, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐξαμβλῶ, -έω) αμβλώ
προκαλώ άμβλωση, πρόωρη αποβολή του εμβρύου
(«σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», Ευρ.)
αρχ.
1. κάνω κάτι μάταιο («φροντίδ' ἐξήμβλωκας», Αριστοφ.)
2. διαφθείρω, χαλώποία σώματος ἰσχύς οὐκ ἐξαμβλοῦται... δι' ἀμέλειαν», Πλούτ.)
3. ματαιώνομαι
(ἵνα μὴ αὐτοῑς ἐξαμβλώσῃ ἡ σπουδή», Αιλ.).