εξόμφαλος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(12)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξόμφαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]], του οποίου προεξέχει ο [[ομφαλός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐξόμφαλος]]<br />ο [[ομφαλός]] που προεξέχει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ομφαλός]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξόμφαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]], του οποίου προεξέχει ο [[ομφαλός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐξόμφαλος]]<br />ο [[ομφαλός]] που προεξέχει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ομφαλός]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐξόμφαλος, -ον)
1. εκείνος, του οποίου προεξέχει ο ομφαλός
2. το αρσ. ως ουσ.ἐξόμφαλος
ο ομφαλός που προεξέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομφαλός].