επαριθμώ: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπαριθμῶ, -έω (AM)<br />[[αριθμώ]], [[απαριθμώ]], [[αναφέρω]] τον ένα [[μετά]] τον [[άλλο]] («ἐπαριθμοῡσα δὲ καὶ ἄλλους», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπολογίζω]].
|mltxt=ἐπαριθμῶ, -έω (AM)<br />[[αριθμώ]], [[απαριθμώ]], [[αναφέρω]] τον ένα [[μετά]] τον [[άλλο]] («ἐπαριθμοῦσα δὲ καὶ ἄλλους», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπολογίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐπαριθμῶ, -έω (AM)
αριθμώ, απαριθμώ, αναφέρω τον ένα μετά τον άλλο («ἐπαριθμοῦσα δὲ καὶ ἄλλους», Παυσ.)
μσν.
υπολογίζω.