επαριθμώ

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ἐπαριθμῶ, -έω (AM)
αριθμώ, απαριθμώ, αναφέρω τον ένα μετά τον άλλο («ἐπαριθμοῦσα δὲ καὶ ἄλλους», Παυσ.)
μσν.
υπολογίζω.