ἐπαποπνίγω: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(13)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαποπνίγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πνίγω]] επί [[πλέον]], [[πνίγω]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπαποπνίγομαι</i><br />πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» — [[είθε]] να πνιγείς τρώγοντας).
|mltxt=[[ἐπαποπνίγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πνίγω]] επί [[πλέον]], [[πνίγω]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπαποπνίγομαι</i><br />πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» — [[είθε]] να πνιγείς τρώγοντας).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαποπνίγω:''' [ῑ], [[πνίγω]] [[εκτός]] των άλλων — Παθ., ευκτ. αορ. βʹ, <i>ἐπαποπνῐγείης</i>, [[μακάρι]] και να πνιγείς, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαποπνίγω Medium diacritics: ἐπαποπνίγω Low diacritics: επαποπνίγω Capitals: ΕΠΑΠΟΠΝΙΓΩ
Transliteration A: epapopnígō Transliteration B: epapopnigō Transliteration C: epapopnigo Beta Code: e)papopni/gw

English (LSJ)

[ῑ],

   A choke besides:—Pass., aor. 2 ἐπαποπνῐγείης may you be choked besides, Ar.Eq.940 (Elmsl. for ἀποπν-).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαποπνίγω: ῑ, ἀποπνίγω ἐπί τινι. - Παθ. ἀόρ. β΄, ἐσθίων ἐπαποπνῐγείης, εἴθε ν’ ἀποπνιγῆς ἐν τῷ ἐσθίειν, ἐνῷ τρώγεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 940 (κατὰ διόρθ. Elmsl. ἀντὶ ἀποπνι-).

Greek Monolingual

ἐπαποπνίγω (Α)
1. πνίγω επί πλέον, πνίγω για κάτι
2. μέσ. ἐπαποπνίγομαι
πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» — είθε να πνιγείς τρώγοντας).

Greek Monotonic

ἐπαποπνίγω: [ῑ], πνίγω εκτός των άλλων — Παθ., ευκτ. αορ. βʹ, ἐπαποπνῐγείης, μακάρι και να πνιγείς, σε Αριστοφ.