ἐπικλαίω: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(13)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικλαίω]] και [[ἐπικλάω]] (Α) [[κλαίω]]<br /><b>1.</b> [[κλαίω]] [[μετά]] από άλλον, [[κλαίω]] σε [[απάντηση]] κάποιου ή [[ακόμη]] πιο πολύ<br /><b>2.</b> [[κλαίω]], [[θρηνώ]] για [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐπικλαίω]] και [[ἐπικλάω]] (Α) [[κλαίω]]<br /><b>1.</b> [[κλαίω]] [[μετά]] από άλλον, [[κλαίω]] σε [[απάντηση]] κάποιου ή [[ακόμη]] πιο πολύ<br /><b>2.</b> [[κλαίω]], [[θρηνώ]] για [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικλαίω:''' (aor. ἐπέκλαυσα) плакать в ответ, отвечать плачем Arph.
}}
}}

Revision as of 20:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλαίω Medium diacritics: ἐπικλαίω Low diacritics: επικλαίω Capitals: ΕΠΙΚΛΑΙΩ
Transliteration A: epiklaíō Transliteration B: epiklaiō Transliteration C: epiklaio Beta Code: e)piklai/w

English (LSJ)

Att.ἐπικλάω,

   A weep in answer, Ar.Th.1063; τινί at a thing, Nonn.D.30.114.

German (Pape)

[Seite 949] (s. κλαίω), att. ἐπικλάω, hinterher weinen, σὲ δ' ἐπικλάειν ὕστερον Ar. Thesm. 1063. – Darüber weinen, beweinen, bes. sp. D., wie Φαέθοντος ἐπικλαίοντας ὀλέθρῳ Nonn. D. 30, 114.

Greek Monolingual

ἐπικλαίω και ἐπικλάω (Α) κλαίω
1. κλαίω μετά από άλλον, κλαίω σε απάντηση κάποιου ή ακόμη πιο πολύ
2. κλαίω, θρηνώ για κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλαίω: (aor. ἐπέκλαυσα) плакать в ответ, отвечать плачем Arph.