ἐπικλαίω
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
Att. ἐπικλάω, weep in answer, Ar.Th.1063; τινί at a thing, Nonn. D. 30.114.
German (Pape)
[Seite 949] (s. κλαίω), att. ἐπικλάω, hinterher weinen, σὲ δ' ἐπικλάειν ὕστερον Ar. Thesm. 1063. – Darüber weinen, beweinen, bes. sp. D., wie Φαέθοντος ἐπικλαίοντας ὀλέθρῳ Nonn. D. 30, 114.
Greek Monolingual
ἐπικλαίω και ἐπικλάω (Α) κλαίω
1. κλαίω μετά από άλλον, κλαίω σε απάντηση κάποιου ή ακόμη πιο πολύ
2. κλαίω, θρηνώ για κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικλαίω: (aor. ἐπέκλαυσα) плакать в ответ, отвечать плачем Arph.