ἐπιδικασία: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
(13) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιδικασία]], ἡ (Α) [[επιδικάζω]]<br /><b>1.</b> [[διαδικασία]] για [[απόκτηση]] κληρονομιάς<br /><b>2.</b> [[απαίτηση]] του πλησιέστερου συγγενή να παντρευτεί επίκληρον. | |mltxt=[[ἐπιδικασία]], ἡ (Α) [[επιδικάζω]]<br /><b>1.</b> [[διαδικασία]] για [[απόκτηση]] κληρονομιάς<br /><b>2.</b> [[απαίτηση]] του πλησιέστερου συγγενή να παντρευτεί επίκληρον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδῐκᾰσία:''' ἡ юр. иск о наследстве Dem., Arst.: ἐ. τῆς θυγατρός Isae. иск о присуждении руки дочери-наследницы. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A process at law to obtain an inheritance, Is.3.41, 61 (pl.), Lexap.D.43.16, Ph.2.443; τῆς θυγατρός for her hand as heiress, Is.3.72.
German (Pape)
[Seite 938] ἠ, der Rechtshandel um eine Erbschaft, die man in Anspruch nimmt, κλήρου Is. 3, 14. 11, 15; Dem. or. 43, öfter, u. A.
Greek Monolingual
ἐπιδικασία, ἡ (Α) επιδικάζω
1. διαδικασία για απόκτηση κληρονομιάς
2. απαίτηση του πλησιέστερου συγγενή να παντρευτεί επίκληρον.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδῐκᾰσία: ἡ юр. иск о наследстве Dem., Arst.: ἐ. τῆς θυγατρός Isae. иск о присуждении руки дочери-наследницы.