ἐπιλινευτής: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιλινευτής]], ὁ (Α)<br />αυτός που επιβλέπει τα κυνηγετικά δίχτια, ο [[κυνηγός]] πουλιών με δίχτια. | |mltxt=[[ἐπιλινευτής]], ὁ (Α)<br />αυτός που επιβλέπει τα κυνηγετικά δίχτια, ο [[κυνηγός]] πουλιών με δίχτια. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιλῐνευτής:''' οῦ ὁ охотник, расставляющий тенета, зверолов Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who catches with nets, prob. in AP6.93 (Antip.<Thess.>).
German (Pape)
[Seite 958] ὁ, der Jäger mit Stellnetzen, Antip. Sid. 13 (VI, 93), ὁὐπιλινευτής.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλῐνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβλέπων τὰ θηρευτικὰ λίνα, δίκτυα, ἢ ὁ δ’ αὐτῶν θηρεύων, Ἀνθ. Π. 6. 93 Ἰακώψ.
Greek Monolingual
ἐπιλινευτής, ὁ (Α)
αυτός που επιβλέπει τα κυνηγετικά δίχτια, ο κυνηγός πουλιών με δίχτια.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλῐνευτής: οῦ ὁ охотник, расставляющий тенета, зверолов Anth.