ἑπτάπους: Difference between revisions
From LSJ
ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
(14) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑπτάπους]], -ουν (AM)<br /><b>1.</b> μήκους [[επτά]] ποδών<br /><b>2.</b> (για πολύποδα) αυτός που έχει [[επτά]] πόδια. | |mltxt=[[ἑπτάπους]], -ουν (AM)<br /><b>1.</b> μήκους [[επτά]] ποδών<br /><b>2.</b> (για πολύποδα) αυτός που έχει [[επτά]] πόδια. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑπτάπους:''' πουν, gen. ποδος Arph. = [[ἑπταπόδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 31 December 2018
English (LSJ)
οξ, ἡ,
A seven feet long, σκιά Ar.Fr.675, cf. IG12.372.19, Anon.in Tht.34.25. 2 having seven feet, πολύπους Ael. Fr.143.
German (Pape)
[Seite 1013] ποδος, sieben Fuß lang, Hesych.; σκιά, Ar. bei Ath. XI, 502 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάπους: ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων μῆκος ἑπτὰ ποδῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 564, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 19, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἑπτάπους, -ουν (AM)
1. μήκους επτά ποδών
2. (για πολύποδα) αυτός που έχει επτά πόδια.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάπους: πουν, gen. ποδος Arph. = ἑπταπόδης.