ετοιμοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμοπώλης]], ὁ (θηλ. [[ἑτοιμόπωλις]]) (Α)<br />ο [[ιδιοκτήτης]] ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελαιο</i>-[[πώλης]], <i>ζυθο</i>-[[πώλης]].
|mltxt=[[ἑτοιμοπώλης]], ὁ (θηλ. [[ἑτοιμόπωλις]]) (Α)<br />ο [[ιδιοκτήτης]] ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]), [[πρβλ]]. <i>ελαιο</i>-[[πώλης]], <i>ζυθο</i>-[[πώλης]].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἑτοιμοπώλης, ὁ (θηλ. ἑτοιμόπωλις) (Α)
ο ιδιοκτήτης ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. ελαιο-πώλης, ζυθο-πώλης.