ετερόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἑτερόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει διαφορετική [[φωνή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μιλά διαφορετική [[γλώσσα]], ο [[αλλόγλωσσος]], ο [[ξενόγλωσσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[ετεροφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> αυτός που δεν συμφωνεί, ο [[ασύμφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, <i>ημί</i>-<i>φωνος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἑτερόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει διαφορετική [[φωνή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μιλά διαφορετική [[γλώσσα]], ο [[αλλόγλωσσος]], ο [[ξενόγλωσσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[ετεροφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> αυτός που δεν συμφωνεί, ο [[ασύμφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] ([[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, <i>ημί</i>-<i>φωνος</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑτερόφωνος, -ον)
αυτός που έχει διαφορετική φωνή
νεοελλ.
1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος
2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνία
αρχ.
συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φωνος < φωνή (πρβλ. ά-φωνος, ημί-φωνος)].