ευγάλακτος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐγάλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που παράγει άφθονο και καλής ποιότητας [[γάλα]] (α. «[[εὐγάλακτος]] αἴξ» β. [[εὐγάλακτος]] [[τροφός]]»)<br /><b>2.</b> (για [[ζωοτροφή]]) [[κατάλληλος]] για την [[παραγωγή]] γάλακτος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[εὐγάλακτον]]<br />[[ονομασία]] του φυτού [[γλαύξ]].
|mltxt=[[εὐγάλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που παράγει άφθονο και καλής ποιότητας [[γάλα]] (α. «[[εὐγάλακτος]] αἴξ» β. [[εὐγάλακτος]] [[τροφός]]»)<br /><b>2.</b> (για [[ζωοτροφή]]) [[κατάλληλος]] για την [[παραγωγή]] γάλακτος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[εὐγάλακτον]]<br />[[ονομασία]] του φυτού [[γλαύξ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:41, 14 January 2019

Greek Monolingual

εὐγάλακτος, -ον (Α)
1. αυτή που παράγει άφθονο και καλής ποιότητας γάλα (α. «εὐγάλακτος αἴξ» β. εὐγάλακτος τροφός»)
2. (για ζωοτροφή) κατάλληλος για την παραγωγή γάλακτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐγάλακτον
ονομασία του φυτού γλαύξ.