εχιδνοφαγία: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχιδνοφαγία]], ἡ (Α)<br />το να τρώει [[κάποιος]] έχιδνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>φαγος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[εσθίω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αερο</i>-<i>φαγία</i>, <i>πολυ</i>-<i>φαγία</i>].
|mltxt=[[ἐχιδνοφαγία]], ἡ (Α)<br />το να τρώει [[κάποιος]] έχιδνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>φαγος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[εσθίω]]), [[πρβλ]]. <i>αερο</i>-<i>φαγία</i>, <i>πολυ</i>-<i>φαγία</i>].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐχιδνοφαγία, ἡ (Α)
το να τρώει κάποιος έχιδνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -φαγία (< -φαγος < θ. φαγ- του αορ. β' έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. αερο-φαγία, πολυ-φαγία].