ηλιόχαρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λιόχαρος]], -η, -ο<br />(για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται [[επειδή]] καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη [[ακρογιαλιά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[περί]]-<i>χαρος</i>, <i>πολεμό</i>-<i>χαρος</i>].
|mltxt=και [[λιόχαρος]], -η, -ο<br />(για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται [[επειδή]] καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη [[ακρογιαλιά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαρά]]), [[πρβλ]]. [[περί]]-<i>χαρος</i>, <i>πολεμό</i>-<i>χαρος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

και λιόχαρος, -η, -ο
(για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται επειδή καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη ακρογιαλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -χαρος (< χαρά), πρβλ. περί-χαρος, πολεμό-χαρος].