θεούδεια: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεούδεια]] και θεουδείη, ἠ (Α) [[θεουδής]]<br />ο [[φόβος]] του θεού, η [[ευσέβεια]]. | |mltxt=[[θεούδεια]] και θεουδείη, ἠ (Α) [[θεουδής]]<br />ο [[φόβος]] του θεού, η [[ευσέβεια]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεούδεια:''' ἡ pl. богобоязненность, набожность Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A fear of God, θεουδείῃ τ' ἐκέκαστο A.R.3.586; cf. sq.
German (Pape)
[Seite 1198] ἡ, Gottesfürchtigkeit, Frömmigkeit; Ap. Rh. 3, 586; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
θεούδεια: ἡ, ὁ φόβος τοῦ θεοῦ, εὐσέβεια, ἁγιωσύνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 586˙ ἐν τῷ πληθ., Ἀνθ. Π. 1. 96, Νόνν. Ἰω. 3. 107.
Greek Monolingual
θεούδεια και θεουδείη, ἠ (Α) θεουδής
ο φόβος του θεού, η ευσέβεια.
Russian (Dvoretsky)
θεούδεια: ἡ pl. богобоязненность, набожность Anth.