θυμίτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(17)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυμίτης]], ὁ (Α) [[θύμον]]<br />ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο, με [[θυμάρι]] (α. «[[ἅλας]] θυμίτας [[οἶσε]]» — [[φέρε]] [[αλάτι]] ανακατωμένο με [[ρίγανη]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «[[θυμίτης]] [[οἶνος]]» — [[κρασί]] αρωματισμένο με [[θυμάρι]], <b>Διοσκ.</b>).
|mltxt=[[θυμίτης]], ὁ (Α) [[θύμον]]<br />ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο, με [[θυμάρι]] (α. «[[ἅλας]] θυμίτας [[οἶσε]]» — [[φέρε]] [[αλάτι]] ανακατωμένο με [[ρίγανη]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «[[θυμίτης]] [[οἶνος]]» — [[κρασί]] αρωματισμένο με [[θυμάρι]], <b>Διοσκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῠμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[θύμον]]), ανακατεμένος με [[θυμάρι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμίτης Medium diacritics: θυμίτης Low diacritics: θυμίτης Capitals: ΘΥΜΙΤΗΣ
Transliteration A: thymítēs Transliteration B: thymitēs Transliteration C: thymitis Beta Code: qumi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (θύμον)

   A flavoured with thyme, ἅλες Ar.Ach.1099; οἶνος Dsc.5.49.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θύμος) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος μετὰ θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099˙ οὕτως, αὐτόθι 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ˙ οἶνος Διοσκ. 5. 59.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
préparé avec du thym ; θυμίτης οἶνος vin aromatisé de thym.
Étymologie: θύμος.

Greek Monolingual

θυμίτης, ὁ (Α) θύμον
ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο, με θυμάρι (α. «ἅλας θυμίτας οἶσε» — φέρε αλάτι ανακατωμένο με ρίγανη, Αριστοφ.
β. «θυμίτης οἶνος» — κρασί αρωματισμένο με θυμάρι, Διοσκ.).

Greek Monotonic

θῠμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (θύμον), ανακατεμένος με θυμάρι, σε Αριστοφ.