θύρετρον: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(17)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θύρετρον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τά [[θύρετρα]]<br /><b>1.</b> η [[θύρα]]<br /><b>2.</b> το [[πλαίσιο]] της θύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρον</i> (η οποία [[συνήθως]] σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ' επίδρασιν του <i>ημέλεθρον</i>].
|mltxt=[[θύρετρον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τά [[θύρετρα]]<br /><b>1.</b> η [[θύρα]]<br /><b>2.</b> το [[πλαίσιο]] της θύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρον</i> (η οποία [[συνήθως]] σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ' επίδρασιν του <i>ημέλεθρον</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''θύρετρον:''' (ῠ) τό (преимущ. pl.) дверь Hom., Pind., Xen. etc.
}}
}}

Revision as of 06:55, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1227] τό, Thür, Hom., Pind. I. 6, 6, Eur. Or. 1474 u. öfter, im plur.; seltener in Prosa, Xen. An. 5, 2, 13; der sing. Agath. 8 (V, 294) Luc. Philops.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d’ord. au pl. τὰ θύρετρα;
châssis d’une porte ; porte.
Étymologie: θύρα.

Greek Monolingual

θύρετρον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τά θύρετρα
1. η θύρα
2. το πλαίσιο της θύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κατάλ. -τρον (η οποία συνήθως σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ' επίδρασιν του ημέλεθρον].

Russian (Dvoretsky)

θύρετρον: (ῠ) τό (преимущ. pl.) дверь Hom., Pind., Xen. etc.