θυροδέρνω: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[χτυπώ]] τις πόρτες ζητιανεύοντας, [[εκλιπαρώ]] [[βοήθεια]] γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι [[είναι]] [[βάρος]] του η ζωή», <b>Σολωμ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέρνω]] «[[περιπλανώμαι]] με κόπους» (<span style="color: red;"><</span> [[δέρνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βωλο</i>-[[δέρνω]], <i>παρα</i>-[[δέρνω]]].
|mltxt=[[χτυπώ]] τις πόρτες ζητιανεύοντας, [[εκλιπαρώ]] [[βοήθεια]] γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι [[είναι]] [[βάρος]] του η ζωή», <b>Σολωμ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέρνω]] «[[περιπλανώμαι]] με κόπους» (<span style="color: red;"><</span> [[δέρνω]]), [[πρβλ]]. <i>βωλο</i>-[[δέρνω]], <i>παρα</i>-[[δέρνω]]].
}}
}}

Revision as of 09:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

χτυπώ τις πόρτες ζητιανεύοντας, εκλιπαρώ βοήθεια γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι είναι βάρος του η ζωή», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -δέρνω «περιπλανώμαι με κόπους» (< δέρνω), πρβλ. βωλο-δέρνω, παρα-δέρνω].