ιδεοληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ιδεοληψία]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που πάσχει από [[ιδεοληψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>obsessionnel</i>)].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ιδεοληψία]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που πάσχει από [[ιδεοληψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>obsessionnel</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:52, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεοληψία
2. εκείνος που πάσχει από ιδεοληψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. obsessionnel)].