ιδεολόγος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ό<br /><b>1.</b> ο [[οπαδός]] ιδεολογικού φιλοσοφικού συστήματος<br /><b>2.</b> ο προσηλωμένος σε μια [[ιδέα]] [[χωρίς]] [[καμιά]] [[ιδιοτέλεια]]<br /><b>3.</b> αυτός που στερείται πρακτικού πνεύματος και απασχολείται μόνο με την αφηρημένη [[σκέψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>ideologue</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ideo</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιδέα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>logue</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Παν. Κοδρικά].
|mltxt=ό<br /><b>1.</b> ο [[οπαδός]] ιδεολογικού φιλοσοφικού συστήματος<br /><b>2.</b> ο προσηλωμένος σε μια [[ιδέα]] [[χωρίς]] [[καμιά]] [[ιδιοτέλεια]]<br /><b>3.</b> αυτός που στερείται πρακτικού πνεύματος και απασχολείται μόνο με την αφηρημένη [[σκέψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>ideologue</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ideo</i>- ([[πρβλ]]. [[ιδέα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>logue</i> ([[πρβλ]]. -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Παν. Κοδρικά].
}}
}}

Latest revision as of 09:53, 23 August 2021

Greek Monolingual

ό
1. ο οπαδός ιδεολογικού φιλοσοφικού συστήματος
2. ο προσηλωμένος σε μια ιδέα χωρίς καμιά ιδιοτέλεια
3. αυτός που στερείται πρακτικού πνεύματος και απασχολείται μόνο με την αφηρημένη σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideologue < ideo- (πρβλ. ιδέα) + -logue (πρβλ. -λογος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Παν. Κοδρικά].