ιδεολόγος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
ό
1. ο οπαδός ιδεολογικού φιλοσοφικού συστήματος
2. ο προσηλωμένος σε μια ιδέα χωρίς καμιά ιδιοτέλεια
3. αυτός που στερείται πρακτικού πνεύματος και απασχολείται μόνο με την αφηρημένη σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideologue < ideo- (πρβλ. ιδέα) + -logue (πρβλ. -λογος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Παν. Κοδρικά].